ξενοικιάζω

ξενοικιάζω
μετ. отказывать от квартиры; не продлевать, не возобновлять наём (помещения, квартиры);

ξενοικιάζομαι — освобождаться (о жилище, помещении)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ξενοικιάζω" в других словарях:

  • ξενοικιάζω — ξενοικιάζω, ξενοίκιασα βλ. πίν. 35 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ξενοικιάζω — 1. αφήνω το σπίτι ή κάτι άλλο που είχα με ενοίκιο 2. (για ιδιοκτήτη) διακόπτω τη μίσθωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + νοικιάζω] …   Dictionary of Greek

  • ξενοικιάζω — ξενοίκιασα, ξενοικιάστηκα, ξενοικιασμένος, για τον εκμισθωτή και το μισθωτή, λύνω τη σύμβαση μίσθωσης ακινήτου, απαλλάσσω το μίσθιο (ακίνητο) από τη σύμβαση μίσθωσης, αδειάζω: Ξενοίκιασα το διαμέρισμα για το καλοκαίρι (το εγκατέλειψα) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξ(ε)- — (Μ ξ[ε] ) αχώριστο μόριο ρημάτων (προρρηματικό) που επεκτάθηκε και σε ουσιαστικά. Προήλθε από την πρόθεση ἐκ / ἐξ. Η μορφή ξ ερμηνεύεται από ρ. συνθ. με την πρόθεση έξ, με σίγηση τού αρκτικού ε (πρβλ. ξανοίγω < ἐξ ανοίγω, ξαρματώνω < ἐξ… …   Dictionary of Greek

  • ξενοίκιασμα — το [ξενοίκιάζω] λύση τής συμφωνίας ή τού συμβολαίου με το οποίο είχε νοικιαστεί κάτι, διακοπή μίσθωσης …   Dictionary of Greek

  • ξενοίκιαστος — η, ο [ξενοικιάζω] αμίσθωτος, ελεύθερος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»